- μαγγανιομετρία
- ηχημ. μέθοδος τής αναλυτικής χημείας που έχει ως αντικείμενο τον ογκομετρικό προσδιορισμό ουσιών που οξειδώνονται από πρότυπα διαλύματα υπερμαγγανικού καλίου σε όξινο, γενικά, περιβάλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό, πρβλ. γαλλ. manganimetrie < manganese + metrie (< -μετρία < -μέτρης)].
Dictionary of Greek. 2013.